πυλαία — πυλαί̱ᾱ , πυλαῖος at fem nom/voc/acc dual πυλαί̱ᾱ , πυλαῖος at fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυλαίᾳ — πυλαί̱ᾱͅ , πυλαῖος at fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύλη — Η μεγάλη θύρα φρουρίου, ναού, ανακτόρου ή και των τειχών μιας οχυρωμένης πόλης. Στον πληθυντικό ο όρος σημαίνει μια στενή διάβαση ανάμεσα σε δύο βουνά ή ανάμεσα σε ένα βουνό και στη θάλασσα. Στην εκκλησιαστική ορολογία ωραία π., αγία π. ή… … Dictionary of Greek
πυλαίος — α, ο / πυλαῑος, αία, ον, ΝΑ, θηλ. και ιων. τ. πυλαίη, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πύλη νεοελλ. 1. (για σχηματισμό ή παθολογική κατάσταση) αυτός που συνδέεται με τη μεγάλη φλέβα μέσω τής οποίας αίμα πτωχό σε οξυγόνο από τον στόμαχο, το… … Dictionary of Greek
πυλαϊκός — ή, όν, Α [Πύλαι / πυλαία] 1. ο σχετικός με την πυλαία, δηλ. με τη σύνοδο τού αμφικτιονικού συνεδρίου στις Θερμοπύλες 2. αγύρτικος, ψεύτικος … Dictionary of Greek
πυλαιασταί — oἱ, Α 1. θαυματοποιοί οι οποίοι συνέρρεαν κατά τη διάρκεια τού αμφικτιονικού συνεδρίου στην Ανθήλη και στους Δελφούς 2. (κατά τον Ησύχ.) (στη Ρόδο) οι ψεύτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < *πυλαιάζω < πύλαι / πυλαία] … Dictionary of Greek