Πυλαία ή Πύλαι

Πυλαία ή Πύλαι
Η σύνοδος των Αμφικτιόνων που γινόταν γύρω από τον ναό της Δήμητρας στις Θερμοπύλες ή ακριβέστερα στην Aνθήλη. Π. ονομαζόταν επίσης και ο τόπος της συνόδου. Η σύνοδος αυτή γινόταν δύο φορές τον χρόνο, το φθινόπωρο και την άνοιξη. Στην Π. η σύνοδος των Αμφκτιόνων αποκήρυξε τον προδότη Εφιάλτη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πυλαία — πυλαί̱ᾱ , πυλαῖος at fem nom/voc/acc dual πυλαί̱ᾱ , πυλαῖος at fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυλαίᾳ — πυλαί̱ᾱͅ , πυλαῖος at fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύλη — Η μεγάλη θύρα φρουρίου, ναού, ανακτόρου ή και των τειχών μιας οχυρωμένης πόλης. Στον πληθυντικό ο όρος σημαίνει μια στενή διάβαση ανάμεσα σε δύο βουνά ή ανάμεσα σε ένα βουνό και στη θάλασσα. Στην εκκλησιαστική ορολογία ωραία π., αγία π. ή… …   Dictionary of Greek

  • πυλαίος — α, ο / πυλαῑος, αία, ον, ΝΑ, θηλ. και ιων. τ. πυλαίη, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πύλη νεοελλ. 1. (για σχηματισμό ή παθολογική κατάσταση) αυτός που συνδέεται με τη μεγάλη φλέβα μέσω τής οποίας αίμα πτωχό σε οξυγόνο από τον στόμαχο, το… …   Dictionary of Greek

  • πυλαϊκός — ή, όν, Α [Πύλαι / πυλαία] 1. ο σχετικός με την πυλαία, δηλ. με τη σύνοδο τού αμφικτιονικού συνεδρίου στις Θερμοπύλες 2. αγύρτικος, ψεύτικος …   Dictionary of Greek

  • πυλαιασταί — oἱ, Α 1. θαυματοποιοί οι οποίοι συνέρρεαν κατά τη διάρκεια τού αμφικτιονικού συνεδρίου στην Ανθήλη και στους Δελφούς 2. (κατά τον Ησύχ.) (στη Ρόδο) οι ψεύτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < *πυλαιάζω < πύλαι / πυλαία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”